- ἔνσεισον
- ἐνσείωbrandishaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενσείω — ἐνσείω (AM) [σείω] 1. εκσφενδονίζω («ἔνσεισον, ὦναξ... βέλος», Σοφ.) 2. σείω με το χέρι αρχ. 1. χτυπώ βίαια στο έδαφος 2. καταστρέφω, διασπώ 3. εξωθώ, ωθώ 4. επιτίθεμαι, προσβάλλω … Dictionary of Greek